παραιτουμένᾳ

παραιτουμένᾳ
παραιτουμένᾱͅ , παραιτέομαι
beg of
pres part mp fem dat sg (doric)
παραιτουμένᾱͅ , παραιτέομαι
beg of
pres part mp fem dat sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραιτούμενα — παραιτέομαι beg of pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παραιτέομαι beg of pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτουμένας — παραιτουμένᾱς , παραιτέομαι beg of pres part mp fem acc pl (attic epic doric) παραιτουμένᾱς , παραιτέομαι beg of pres part mp fem gen sg (doric) παραιτουμένᾱς , παραιτέομαι beg of pres part mp fem acc pl (attic epic doric) παραιτουμένᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτουμέναι — παραιτουμένᾱͅ , παραιτέομαι beg of pres part mp fem dat sg (doric) παραιτουμένᾱͅ , παραιτέομαι beg of pres part mp fem dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαζοχισμός — (masochism). Ψυχική ανωμαλία της ομάδας των διαστροφών, κατά την οποία αυτός που πάσχει, ικανοποιείται με το να υποφέρει. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του Αυστριακού συγγραφέα Λέοπολντ φον Ζάχερ Μάζοχ (Leopold von Sacher Masoch, 1836 1895), ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”